- τετρακισχιλίοις
- τετρακῑσχιλίοις , τετρακισχίλιοιfour thousandmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετρακισχίλιοι — αι, α, ΝΜΑ, και λακων. τ. τετρακινχήλιοι και κυρηναϊκός τ. τετρακιχήλιοι, αι, α, Α τέσσερεις χιλιάδες («σὺν ὁπλίταις τετρακισχιλίοις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράκις / τετράκιν + χίλιοι] … Dictionary of Greek